βλαστήσῃ

βλαστήσῃ
βλαστήσηι , βλάστησις
budding
fem dat sg (epic)
βλαστάνω
bud
aor subj mid 2nd sg
βλαστάνω
bud
aor subj act 3rd sg
βλαστάνω
bud
fut ind mid 2nd sg
βλαστάω
bring forth
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
βλαστάω
bring forth
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
βλαστάω
bring forth
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βλάστηση — η 1. το φύτρωμα. 2. η εποχή που τα φυτά και τα δέντρα βγάζουν βλαστούς: Η ανοιξιάτικη παγωνιά βρήκε τα φυτά πάνω στη βλάστησή τους. 3. το σύνολο των φυτών, η χλωρίδα κάποιου τόπου: Και από τις δύο πλευρές του ποταμού υπάρχει οργιώδης βλάστηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την …   Dictionary of Greek

  • μακκία βλάστηση — Βλ. λ. μακία βλάστηση ή διάπλαση …   Dictionary of Greek

  • μακία βλάστηση ή διάπλαση — Χαρακτηριστική φυτοκοινωνία ή θαμνώδης διάπλαση, η οποία συναντάται στα μεσογειακού τύπου κλίματα και αποτελείται από υψηλούς θάμνους, ύψους έως 2 μ., με σκληρούς ξυλώδεις κλάδους και μικρά δερματώδη φύλλα, σκούρου πράσινου χρώματος· είναι γνωστά …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”